- ἐπόψιμος
- ἐπόψ-ιμος, ον, (ἐπόψομαι)A that can be looked on,
δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. S.OT1312
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. S.OT1312
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επόψιμος — ἐπόψιμος, ον (Α) [έποψη] εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.) … Dictionary of Greek
ἐπόψιμον — ἐπόψιμος that can be looked on masc/fem acc sg ἐπόψιμος that can be looked on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)